25 Ιουλίου 2019

Περίληψη της 7/2019 απόφασης του Δικαστηρίου Αγωγών Κακοδικίας: Προϋποθέσεις κατάργησης δίκης σε περίπτωση παραίτησης από την αγωγή μετά τη λήξη της προθεσμίας κατάθεσης προτάσεων

Με την 7/2019 απόφαση του κατά το άρθρο 99 του Συντάγματος και τον Ν. 693/1977 Ειδικού Δικαστηρίου προς εκδίκαση αγωγών κακοδικίας, κηρύχθηκε, κατόπιν κατάθεσης σχετικής δήλωσης παραίτησης, καταργημένη η δίκη που είχε ανοιγεί με την από 6.11.2018 αγωγή των Λ.Κ. και Ε.Ρ. κατά της Εισαγγελέως και των Επίκουρων Εισαγγελέων Εγκλημάτων Διαφθοράς,. Με την αγωγή αυτή οι ενάγοντες ζήτησαν, κατόπιν μετατροπής του αγωγικού αιτήματος από καταψηφιστικό σε αναγνωριστικό, να αναγνωρισθεί η υποχρέωση των εναγομένων να καταβάλουν σε αυτούς αποζημίωση για την αποκατάσταση της βλάβης που κατά τους ισχυρισμούς τους υπέστησαν από τη δημοσίευση στον Τύπο στοιχείων και πληροφοριών που τους αφορούν, τα οποία εξήχθησαν με υπαιτιότητά των εισαγγελικών λειτουργών από δικογραφία, στην οποία αυτοί είχαν αποκλειστική πρόσβαση, κατά παραβίαση της αρχής της μυστικότητας της προκαταρκτικής εξέτασης και των διατάξεων περί υπηρεσιακού απορρήτου.
            Ειδικότερα, το Δικαστήριο, ερμηνεύοντας τις διατάξεις των άρθρων 12, 14 και 15 του ν. 693/1977 και 294 και 295 ΚΠολΔ, έκρινε ότι το απώτατο χρονικό σημείο, μέχρι του οποίου ο ενάγων δικαιούται μονομερώς να παραιτηθεί, είναι η καταληκτική ημερομηνία κατάθεσης προτάσεων, δηλαδή είκοσι (20) ημέρες πριν από τη συζήτηση της αγωγής. Περαιτέρω, έκρινε ότι, εάν η δήλωση παραίτησης κατατεθεί πέραν αυτού του χρονικού σημείου, η κατάργηση της δίκης κηρύσσεται με δικαστική απόφαση και υπό την προϋπόθεση ότι ο εναγόμενος δεν αντιλέγει ή δεν αμφισβητείται η παραίτηση. Τέλος, έκρινε ότι οι δικονομικές συνέπειες της παραίτησης επέρχονται και παρά το γεγονός ότι ο εναγόμενος αντιλέγει, εφόσον αυτός δεν επικαλείται και δεν πιθανολογεί το έννομο συμφέρον του για την έκδοση οριστικής απόφασης. Υπό το πρίσμα των ανωτέρω, το Δικαστήριο έκρινε, κατά πλειοψηφία, ότι, εν προκειμένω, οι εναγόμενοι αντέλεξαν χωρίς να επικαλεστούν συγκεκριμένα πραγματικά περιστατικά που να δικαιολογούν το έννομο συμφέρον τους για την έκδοση οριστικής απόφασης, το δε Δικαστήριο δεν δικαιούται, στο πλαίσιο της εξουσίας διάθεσης των διάδικων μέρων και προς χάριν διασφάλισης της αντικειμενικότητας και της ουδετερότητάς του, να προβεί το ίδιο σε εκτίμηση μη προταθέντων ισχυρισμών, δυνάμενων να θεμελιώσουν τη συνδρομή ή μη του εννόμου συμφέροντος. Κατά τη μειοψηφήσασα άποψη, οι εναγόμενοι ανταποκρίθηκαν στο δικονομικό βάρος επίκλησης και πιθανολόγησης του εννόμου συμφέροντός τους, εκθέτοντας συγκεκριμένους ισχυρισμούς στο υπόμνημά τους, λαμβανομένων περαιτέρω υπόψη της βαρύτατης ηθικής μομφής που τους αποδίδεται αλλά και των δικονομικών λόγων που αυτοί επικαλούνται με το ίδιο υπόμνημα και που δικαιολογούν την έκδοση οριστικής απόφασης, οι οποίοι συνίστανται στην αδυναμία έγερσης εις βάρος τους νέας αγωγής, εφόσον η ασκηθείσα απορριφθεί ως απαράδεκτη λόγω του αναγνωριστικού της  χαρακτήρα.

29 Μαΐου 2019


ΑΡΘΡΟ 116 & 205 ΚΠολΔ (ΧΡΗΜΑΤΙΚΕΣ ΠΟΙΝΕΣ)

Απόφαση 3978/2018 ΜονΕφΑθ

(...) Περαιτέρω, στο σημείο τούτο πρέπει να επισημανθούν, ειδικότερα, τα ακόλουθα σε σχέση με τους εκατέρωθεν ισχυρισμούς των διαδίκων:  
Κατά τη διάταξη του άρθρου 205 ΚΠολΔ, όπως αυτό ισχύει μετά την αντικατάστασή του με το άρθρο πρώτο του άρθρου 1 του Ν. 4335/2015 (ΦΕΚ Α` 87 με έναρξη ισχύος, σύμφωνα με το άρθρο ένατο § 4 του αυτού άρθρου και Νόμου, από 01-01-2016) «Ο Δικαστής αυτεπαγγέλτως, με την οριστική απόφασή του, επιβάλλει στον διάδικο ή στον νόμιμο αντιπρόσωπό του ή στο δικαστικό του πληρεξούσιο, ανάλογα με την ευθύνη καθενός, χρηματική ποινή από χίλια (1.000,00) ευρώ έως δύο χιλιάδες πεντακόσια (2.500,00) ευρώ, που περιέρχεται στο δημόσιο ως δημόσιο έσοδο, αν προκύψει από τη δίκη, που έγινε, ότι, αν και το γνώριζαν: 1) άσκησαν προφανώς αβάσιμη αγωγή, ανταγωγή ή παρέμβαση ή προφανώς αβάσιμο ένδικο μέσο ή 2) διεξήγαγαν τη δίκη παρελκυστικά ή δεν τήρησαν τους κανόνες των χρηστών ηθών ή της καλής πίστης ή το καθήκον της αλήθειας. Αντίγραφο της απόφασης αυτής γνωστοποιείται αμέσως στο Υπουργείο Οικονομικών με επιμέλεια της Γραμματείας». Με τη διάταξη αυτή, η οποία εναρμονίζεται με το άρθρο 116 ΚΠολΔ, καθιερώνεται, αποκλειστικά για την εξασφάλιση της διαδικαστικής τάξεως, χωρίς καμία επίδραση στο περιεχόμενο της αποφάσεως, η υποχρέωση του Δικαστηρίου και όχι η διακριτική ευχέρεια αυτού, για την επιβολή χρηματικής ποινής, που περιέρχεται στο Ταμείο Νομικών, ως ασφαλιστικό φορέα των νομικών επαγγελμάτων, εφόσον διαπιστωθεί δικονομική συμπεριφορά, η οποία έχει αρνητική επενέργεια στην απονομή δικαιοσύνης. Η διάταξη αναφέρεται στην άσκηση προφανώς αβάσιμης αγωγής, ανταγωγής, παρεμβάσεως ή ενδίκου μέσου. Η απαρίθμηση, όμως, αυτή είναι ενδεικτική και πρέπει να γίνει δεκτό ότι, από το όλο πνεύμα και το σκοπό της διατάξεως, καταλαμβάνει κάθε μορφής αίτηση παροχής έννομης προστασίας. Ως προφανώς αβάσιμο, κατά την έννοια της διατάξεως, νοείται το μέσο προστασίας, που ασκήθηκε, ενώ ήταν απαράδεκτο ή νομικώς ή ουσιαστικώς αβάσιμο ή ισχυρισμός, που προτάθηκε, ενώ ήταν αναληθής. Το καθήκον αλήθειας επεκτείνεται και στην άρνηση ισχυρισμών. Για την επιβολή της ποινής απαιτείται εν γνώσει επιχείρηση των απαγορευμένων πράξεων και δεν αρκεί ο ενδεχόμενος δόλος και ακόμη περισσότερο η βαριά αμέλεια. Η απόρριψη της αγωγής ή του ενδίκου μέσου ως νόμω ή κατ’ ουσίαν αβάσιμου δεν υποδηλώνει και παράβαση της παραπάνω διάταξης (ΑΠ 1443/ 2014, ΑΠ 738/2012, ΜΕφΑθ 4944/2015, δημοσιευμένες στην ΤΝΠ «Νόμος»). (...) Περαιτέρω, στο σημείο τούτο πρέπει να επισημανθούν, ειδικότερα, τα ακόλουθα σε σχέση με τους εκατέρωθεν ισχυρισμούς των διαδίκων:  Κατά τη διάταξη του άρθρου 205 ΚΠολΔ, όπως αυτό ισχύει μετά την αντικατάστασή του με το άρθρο πρώτο του άρθρου 1 του Ν. 4335/2015 (ΦΕΚ Α` 87 με έναρξη ισχύος, σύμφωνα με το άρθρο ένατο § 4 του αυτού άρθρου και Νόμου, από 01-01-2016) «Ο Δικαστής αυτεπαγγέλτως, με την οριστική απόφασή του, επιβάλλει στον διάδικο ή στον νόμιμο αντιπρόσωπό του ή στο δικαστικό του πληρεξούσιο, ανάλογα με την ευθύνη καθενός, χρηματική ποινή από χίλια (1.000,00) ευρώ έως δύο χιλιάδες πεντακόσια (2.500,00) ευρώ, που περιέρχεται στο δημόσιο ως δημόσιο έσοδο, αν προκύψει από τη δίκη, που έγινε, ότι, αν και το γνώριζαν: 1) άσκησαν προφανώς αβάσιμη αγωγή, ανταγωγή ή παρέμβαση ή προφανώς αβάσιμο ένδικο μέσο ή 2) διεξήγαγαν τη δίκη παρελκυστικά ή δεν τήρησαν τους κανόνες των χρηστών ηθών ή της καλής πίστης ή το καθήκον της αλήθειας. Αντίγραφο της απόφασης αυτής γνωστοποιείται αμέσως στο Υπουργείο Οικονομικών με επιμέλεια της Γραμματείας». Με τη διάταξη αυτή, η οποία εναρμονίζεται με το άρθρο 116 ΚΠολΔ, καθιερώνεται, αποκλειστικά για την εξασφάλιση της διαδικαστικής τάξεως, χωρίς καμία επίδραση στο περιεχόμενο της αποφάσεως, η υποχρέωση του Δικαστηρίου και όχι η διακριτική ευχέρεια αυτού, για την επιβολή χρηματικής ποινής, που περιέρχεται στο Ταμείο Νομικών, ως ασφαλιστικό φορέα των νομικών επαγγελμάτων, εφόσον διαπιστωθεί δικονομική συμπεριφορά, η οποία έχει αρνητική επενέργεια στην απονομή δικαιοσύνης. Η διάταξη αναφέρεται στην άσκηση προφανώς αβάσιμης αγωγής, ανταγωγής, παρεμβάσεως ή ενδίκου μέσου. Η απαρίθμηση, όμως, αυτή είναι ενδεικτική και πρέπει να γίνει δεκτό ότι, από το όλο πνεύμα και το σκοπό της διατάξεως, καταλαμβάνει κάθε μορφής αίτηση παροχής έννομης προστασίας. Ως προφανώς αβάσιμο, κατά την έννοια της διατάξεως, νοείται το μέσο προστασίας, που ασκήθηκε, ενώ ήταν απαράδεκτο ή νομικώς ή ουσιαστικώς αβάσιμο ή ισχυρισμός, που προτάθηκε, ενώ ήταν αναληθής. Το καθήκον αλήθειας επεκτείνεται και στην άρνηση ισχυρισμών. Για την επιβολή της ποινής απαιτείται εν γνώσει επιχείρηση των απαγορευμένων πράξεων και δεν αρκεί ο ενδεχόμενος δόλος και ακόμη περισσότερο η βαριά αμέλεια. Η απόρριψη της αγωγής ή του ενδίκου μέσου ως νόμω ή κατ’ ουσίαν αβάσιμου δεν υποδηλώνει και παράβαση της παραπάνω διάταξης (ΑΠ 1443/ 2014, ΑΠ 738/2012, ΜΕφΑθ 4944/2015, δημοσιευμένες στην ΤΝΠ «Νόμος»).
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
(...) Επιβάλλει σε βάρος των εναγόντων-εκκαλούντων και του πληρεξουσίου Δικηγόρου τους χρηματική ποινή ποσού χιλίων (1.000,00) ευρώ, επιμεριζόμενη συμμέτρως μεταξύ αυτών, ως ποινή τάξης για παράβαση των χρηστών ηθών, της καλής πίστης και του καθήκοντος αλήθειας, η οποία θα περιέλθει στο ελληνικό δημόσιο ως δημόσιο έσοδο. 
Επιβάλλει σε βάρος της εναγόμενης-εφεσίβλητης και της πληρεξούσιας Δικηγόρου της χρηματική ποινή ποσού χιλίων (1,000,00) ευρώ, επιμεριζόμενη συμμέτρως μεταξύ αυτών, ως ποινή τάξης για παράβαση των χρηστών ηθών, της καλής πίστης και του καθήκοντος αλήθειας, η οποία θα περιέλθει στο Ελληνικό Δημόσιο ως δημόσιο έσοδο. 
Διατάσσει την άμεση γνωστοποίηση αντιγράφου της παρούσας απόφασης στο Υπουργείο Οικονομικών με επιμέλεια της Γραμματείας του Δικαστηρίου τούτου. 
Επιβάλλει σε βάρος των εναγόντων-εκκαλούντων τα δικαστικά έξοδα της εναγομένης - εφεσίβλητης για τον παρόντα βαθμό δικαιοδοσίας, τα οποία ορίζει στο ποσό των επτακοσίων (700,00) ευρώ.    
ΔΙΚΑΣΤΙΚΟΣ & ΕΞΩΔΙΚΟΣ ΣΥΜΒΙΒΑΣΜΟΣ
ΕφΑθ 5561/2000
Εισηγητής: Αντώνιος Ζευγώλης.
Απόσπασμα : .....................................................
Οπως σαφώς προκύπτει από τις διατάξεις των άρθρων 293, 904 παρ. 2 εδ. γ` ΚΠολΔ και 871 του ΑΚ, εφόσον τηρηθούν οι πανηγυρικές διατυπώσεις που αναφέρονται στις διατάξεις του πρώτου των ως άνω άρθρων, η σύμβαση του δικαστικού συμβιβασμού που καταρτίζεται συνεπάγεται, αφενός μεν την κατάργηση της δίκης που εκκρεμεί μεταξύ των συμβαλλομένων (ΑΠ 927/1988 ΕλλΔνη 31. 57, ΕφΑθ 8919/1989 ΕΔΠ 1990/37, ΕφΘεσ 199/1986 ΕλλΔνη 28.321, ΕφΑθ 8999/1984 ΝοΒ 33.299, ΕφΠειρ 1024/1985 ΝοΒ 34.91), αφετέρου στην εκτελεστότητα (ΟλΑΠ 2092/1988 ΝοΒ 35.1629, ΑΠ 1220/1980 ΝοΒ 29.548, ΕφΘεσ 199/86 ο.Π., ΕφΠειρ 1024/1985 ο.π.). Ομως, ο, κατά την διάρκεια της δίκης χωρίς τις διατυπώσεις του άρθρου 293 ΚΠολΔ, καταρτιζόμενος εξώδικος συμβιβασμός, δεν καταργεί μεν τη δίκη, αν όμως ο εξώδικος αυτός συμβιβασμός μεταπέσει σε δικαστικό δια της επαναλήψεως υπό των διαδίκων της εξώδικης συμφωνίας τους στο δικαστήριο ή στο συμβολαιογράφο, επέρχεται και πάλι κατάργηση της δίκης αλλά από του χρόνου που οι δηλώσεις τους θα καταχωρηθούν στα πρακτικά ή σε συμβολαιογραφικό έγγραφο και όχι από το χρόνο κατάρτισης του εξώδικου συμβιβασμού (Βαθρακοκοίλη ΕρμΚωδΠολΔ υπό το άρθρο 293 σημ. 62). Ως προς την πρώτη των ως άνω συνεπειών, την κατάργηση δηλαδή της δίκης, αυτή επέρχεται αυτοδικαίως, χωρίς πρόσθετη δικαιοπρακτική δήλωση βουλήσεως των διαδίκων ή ενέργεια του δικαστηρίου, καθόσον η συνέπεια αυτή επέρχεται από το νόμο στον οποίο ρητώς διαγράφεται, έχει δε περαιτέρω τα αποτελέσματα τα οποία επίσης διαγράφονται στο νόμο (άρθρο 295 παρ. 1 ΚΠολΔ), θεωρείται δηλαδή ότι η αγωγή, ανακοπή κ.λ.π. δεν ασκήθηκε και αίρονται οι συνέπειές τους (ΑΠ 992/1986 ΝοΒ 35.1226 ΑΠ 905/1980 ΕΕΝ 48.47, ΕφΑθ 2596/1990 ΕλλΔνη 31.1498). Εξάλλου, ο δικαστικός συμβιβασμός, που κατά βάση αποτελεί σύμβαση του ουσιαστικού δικαίου και του οποίου οι συνέπειες είναι αποτέλεσμα της σύμπτωσης των δηλώσεων βουλήσεως των διαδίκων, δεν εξομοιώνεται με δικαστική απόφαση η οποία περιέχει κρίση για τη ζητούμενη δικαστική προστασία και ακριβώς επιφέρει τις συνέπειές της απ` αυτήν την κρίση και επομένως, δεν μπορεί να γίνεται λόγος για τελεσιδικία στην περίπτωση του δικαστικού συμβιβασμού, αφού κατά την έννοια του νόμου (άρθρο 321 ΚΠολΔ) τελεσιδικία σημαίνει το απρόσβλητο των δικαστικών αποφάσεων με τακτικά ένδικα μέσα, ενώ ο δικαστικός συμβιβασμός είναι απρόσβλητος από ένδικα μέσα και δεν δημιουργεί ουσιαστικό δεδικασμένο (ΑΠ 499/1979 ΝοΒ 28.1031, ΑΠ 1412/1979 ΕΕΝ 1980.151, ΕφΘεσ 199/1986 ΕλλΔνη 28.321, ΕφΘεσ 345/1963 Αρμ. 1963.704, ΕφΑθ 8919/1989 ΕΔΠ 1990.37). Ούτε όμως και η παραίτηση από του δικογράφου της αγωγής, ανακοπής κ.λ.π. ή του δικαιώματος που ασκήθηκε μ` αυτά, η οποία επιχειρείται με δικαστικό συμβιβασμό έχει σαν αποτέλεσμα την τελεσιδικία και την παραγωγή δεδικασμένου, αφού δεν υφίσταται απόφαση, μόνη δε συνέπεια και στις περιπτώσεις αυτές είναι η κατάργηση της δίκης που ανοίχθηκε με τα σχετικά δικόγραφα (άρθρα 295, 296, 299 ΚΠολΔ). Ετσι, αν στα πλαίσια του δικαστικού συμβιβασμού που επιχειρείται με συμβολαιογραφικό έγγραφο, ενόψει της εκκρεμούσης δίκης που ανοίχθηκε με ανακοπή του άρθρου 632 παρ. 1 ΚΠολΔ, ο ανακόπτων παραιτηθεί από του δικογράφου της ανακοπής ή και του δικαιώματος που ασκείται μ` αυτήν, η παραίτηση μεν αυτή είναι ισχυρά και επιφέρει την κατάργηση της δίκης (άρθρα 295, 296, 299 ΚΠολΔ), σε τρόπον ώστε να θεωρείται ότι δεν ασκήθηκε ποτέ, δεν παράγεται όμως συνεπεία της παραιτήσεως αυτής και της καταργήσεως της δίκης δεδικασμένο, ούτε δημιουργείται τελεσιδικία, σε τρόπον ώστε να θεωρείται ότι επέρχεται τελεσίδικη επιδίκαση της απαίτησης που επιδικάζεται με την ανακοπτομένη διαταγή πληρωμής. Μόνο δε μετά την επίδοση εκ νέου της διαταγής πληρωμής, εφόσον πλέον θεωρείται ότι η ανακοπή του άρθρου 632 παρ. 1 ΚΠολΔ κατ` αυτής δεν ασκήθηκε ποτέ και την πάροδο άπρακτης της προθεσμίας των δέκα ημερών που προβλέπεται στο άρθρο 633 παρ. 2 ΚΠολΔ χωρίς να ασκηθεί ανακοπή κατά τις διατάξεις του άρθρου αυτού, επέρχεται τελεσίδικη επιδίκαση της απαίτησης που επιδικάζεται με τη διαπάνη πλnρωμής.

04 Μαΐου 2019

NOMOΣ ΥΠ’ ΑΡΙΘΜ. 4596/2019  (ΦΕΚ Α΄,32/25-2-2019)  
Κύρωση του Πρωτοκόλλου υπ' αριθμ,. 16 στη Σύμβαση για την Προάσπιση των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου και των Θεμελιωδών Ελευθεριών
Άρθρο 6
Τεκμήριο Αθωότητας
Στον Κώδικα Ποινικής Δικονομίας προστίθεται άρθρο 72Α, ως εξής:

"Άρθρο 72Α
Τεκμήριο αθωότητας
Οι ύποπτοι ή κατηγορούμενοι τεκμαίρονται αθώοι μέχρι να αποδειχθεί η ενοχή τους σύμφωνα με το νόμο αυτό."

********************************************************************************

ΑΠΟΦΑΣΗ αριθμ. Γ5α/Γ.Π.οικ.24768/29-3-2019 (ΦΕΚ Β΄/1337/22-4-2019)
Καθορισμός δικαιολογητικών, διαδικασίας, όρων και προϋποθέσεων για τη χορήγηση βεβαίωσης άσκησης ιατρικού επαγγέλματος καθώς και τίτλου ιατρικής ειδικότητας.

΄Αρθρο 4
ΑΝΑΣΤΟΛΗ ΒΕΒΑΙΩΣΗΣ ΑΣΚΗΣΗΣ ΤΟΥ ΙΑΤΡΙΚΟΥ ΕΠΑΓΓΕΛΜΑΤΟΣ

1. Η ισχύς της βεβαίωσης αναστέλλεται από τον Π.Ι.Σ. αν:
α. επιβληθεί στο ιατρό πειθαρχική ποινή στέρησης του δικαιώματος της άσκησης του ιατρικού επαγγέλματος για ορισμένο χρονικό διάστημα, από το Α.Π.Σ.Ι. ή από το Πρωτοβάθμιο Πειθαρχικό Συμβούλιο του οικείου Ιατρικού Συλλόγου,
β. για ορισμένο χρονικό διάστημα ο ιατρός στερηθεί τα πολιτικά του δικαιώματα και για όσο χρόνο διαρκεί η στέρηση αυτή, 
γ. ασκηθεί ποινική δίωξη εναντίον του ιατρού για τα αδικήματα της περίπτωσης ε΄ του άρθρου 114 του ν.4600/2019 (ΦΕΚ 43Α΄). Στην περίπτωση αυτή η αναστολή διαρκεί μέχρι την έκδοση της σχετικής αμετάκλητης δικαστικής απόφασης.

17 Ιανουαρίου 2019

ΕΙΔΙΚΕΣ ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΕΣ. Η ΚΑΤΑΘΕΣΗ ΠΡΟΤΑΣΕΩΝ ΕΙΝΑΙ ΥΠΟΧΡΕΩΤΙΚΗ / ΤΟ ΑΙΤΗΜΑ ΟΠΩΣ ΕΠΙΚΥΡΩΘΕΙ ΑΠΟ ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΙΔΙΩΤΙΚΟ ΣΥΜΩΝΗΤΙΚΟ ΣΥΜΒΙΒΑΣΜΟΥ ΠΡΕΠΕΙ ΝΑ ΕΙΣΑΧΘΕΙ ΣΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΜΕΣΩ ΠΡΟΤΑΣΕΩΝ

ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΛΑΜΙΑΣ ΕΙΔΙΚΗ ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ ΔΙΑΦΟΡΩΝ ΑΠΟ ΤΗΝ ΟΙΚΟΓΕΝΕΙΑ, ΤΟ ΓΑΜΟ ΚΑΙ ΤΗΝ ΕΛΕΥΘΕΡΗ ΣΥΜΒΙΩΣΗ-ΛΟΙΠΕΣ ΟΙΚΟΓΕΝΕΙΑΚΕΣ ΔΙΑΦΟΡΕΣ
Αριθμός απόφασης: .... /2018 
ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΛΑΜΙΑΣ
Συγκροτήθηκε από τη Δικαστή ........., Πρωτοδίκη, που ορίστηκε από τη Διευθύνουσα το Πρωτοδικείο Πρόεδρο Πρωτοδικών και από τη Γραμματέα ................
Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριο του την ............. 2018, για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ:
ΤΗΣ ΕΝΑΓΟΥΣΑΣ: ....., η οποία παραστάθηκε μετά της πληρεξούσιας δικηγόρου της ..................., κατοίκου Λαμίας, οδός ..............
ΤΟΥ ΕΝΑΓΟΜΕΝΟΥ: ....., ο οποίος παραστάθηκε μετά του πληρεξούσιου δικηγόρου του ................., κατοίκου Λαμίας, οδός ........................
ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ
ΣΚΕΦΤΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Η ενάγουσα ζητά να γίνει δεκτή η από ...........2017 και με αριθμό κατάθεσης ........../17 αγωγή της, η οποία κατατέθηκε στη Γραμματεία του Δικαστηρίου τούτου, προσδιορίστηκε για να συζητηθεί αρχικά κατά τη δικάσιμο της ...............2017, κατά την οποία η συζήτηση αναβλήθηκε για τη δικάσιμο που αναφέρεται στην αρχή της παρούσας και γράφτηκε στο πινάκιο.
Κατά τη συζήτηση της υπόθεσης οι πληρεξούσιοι δικηγόροι των διαδίκων ανέπτυξαν προφορικά του ισχυρισμούς τους και ζήτησαν να γίνουν δεκτά όσα αναφέρονται στα πρακτικά.
Σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 115 § 3 ΚΠολΔ, «με την επιφύλαξη των υποθέσεων των μικροδιαφορών, η κατάθεση προτάσεων είναι υποχρεωτική», κατά δε το άρθρο 591 § 1 ΚΠολΔ στις ειδικές διαδικασίες «οι προτάσεις κατατίθενται το αργότερο κατά τη συζήτηση» (στοιχ. γ'), ενώ «τα περιεχόμενα στις προτάσεις μέσα επίθεσης και άμυνας προτείνονται συνοπτικώς και προφορικά και καταχωρίζονται στα πρακτικά συζητήσεως, διαφορετικά είναι απαράδεκτα» (στοιχ. δ'), όπως οι ως άνω διατάξεις ισχύουν μετά την τροποποίηση του ΚΠολΔ με το ν. 4335/2015, οι διατάξεις του οποίου κατά το άρθρο 9 § 2 αυτού εφαρμόζονται για τα κατατιθέμενα από τις 1.1.2016 ένδικα μέσα και αγωγές.
Έτσι, υπό το νέο καθεστώς του Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας, πλην των υποθέσεων των μικροδιαφορών, από τη συνδυασμένη εφαρμογή των άρθρων 115 § 3 και 591 § 1 στοιχ. γ' και δ' ΚΠολΔ, προκύπτει ότι σε όλες τις ειδικές διαδικασίες, επομένως και σε εκείνη των οικογενειακών διαφορών, οι διάδικοι πρέπει να καταθέτουν το αργότερο κατά τη συζήτηση υποχρεωτικά προτάσειςoι οποίες περιέχουν όλους τους ισχυρισμούς τους, αποκλειόμενης της δυνατότητας προβολής ισχυρισμών μόνο προφορικά στο ακροατήριο. Ισχυρισμοί προβληθέντες προφορικά χωρίς να περιλαμβάνονται στις έγγραφες προτάσεις τυγχάνουν απαράδεκτοι και δεν μπορούν να ληφθούν πλέον υπ' όψιν [βλ. ad hoc ΜονΠρΚαλαμ 110/2016 ΤΝΠ «ΝΟΜΟΣ» και Στ. Πανταζόπουλο, Οι νομοθετικές τροποποιήσεις του ν. 4335/2015 στις δίκες των ειδικών διαδικασιών (άρθρα 591 επ ΚΠολΔ), ΕλλΔνη 2016. 659, Χ. Σεβαστίδη, Οι ειδικές διαδικασίες στον νέο ΚΠολΔ (ν. 4335/2015), ΕλλΔνη 2016. 74, Σ. Μούζουρα, Οι γενικές διατάξεις των ειδικών διαδικασιών - Οι διαφορές από την οικογένεια, τον γάμο και την ελεύθερη συμβίωση - Περιουσιακές διαφορές ΕλλΔνη 2016. 81, Π. Γιαννόπουλο, Οι ειδικές διαδικασίες του ΚΠολΔ μετά τον ν. 4335/2015, ΕΠολΔ 2015.453επ, § 2.3.6 σ. 468].
Επίσης, από τον συνδυασμό των άρθρων 595 ΚΠολΔ, σύμφωνα με το οποίο, μεταξύ άλλων, αν κατά τη συζήτηση στο ακροατήριο δεν λάβει νόμιμα μέρος κάποιος από τους διαδίκους, η διαδικασία προχωρεί σαν να ήταν παρόντες όλοι οι διάδικοι και 260 § 1 ΚΠολΔ, κατά το οποίο, «αν κατά την εκφώνηση της υπόθεσης δεν εμφανίζονται όλοι οι διάδικοι ή εμφανίζονται, αλλά δεν μετέχουν κανονικά στη συζήτηση, η συζήτηση ματαιώνεται», προκύπτει ότι στην ειδική διαδικασία των διαφορών οικογενειακού δικαίου η διαδικασία προχωρεί σαν να ήταν παρόντες όλοι οι διάδικοι μόνο όταν ένας εξ αυτών απολείπεται δικονομικώς, ενώ, επί απουσίας και των δύο διαδίκων εφαρμόζεται η διάταξη του άρθρου 260 § 1 ΚΠολΔ, οπότε και ματαιώνεται η συζήτηση της υπόθεσης. Εξάλλου, αν η μη εμφάνιση ή η μη προσήκουσα εμφάνιση των διαδίκων διαπιστωθεί μετά τη συζήτηση της υπόθεσης, κατά τη μελέτη της υπόθεσης ή τη διάσκεψη, η ματαίωση της συζήτησης κηρύσσεται με δικαστική απόφαση (Εφθεσ 2714/2009, ΕφΑΘ 8862/2000 ΤΝΠ «ΝΟΜΟΣ»}.
Στην προκείμενη περίπτωση, η ενάγουσα με την υπό κρίση αγωγή της, που κατατέθηκε την ...2017, ισχυριζόμενη ότι ασκεί δυνάμει της υπ' αριθ. ....../2017 απόφασης του Δικαστηρίου τούτου (κατά τη διαδικασία των ασφαλιστικών μέτρων) την προσωρινή επιμέλεια του προσώπου των ανήλικων τέκνων της, ...., που απέκτησε από το νόμιμο γάμο που τέλεσε με τον εναγόμενο, με τον οποίον έχει διακόψει την έγγαμη συμβίωση της, ζητεί να ανατεθεί αποκλειστικά σ' αυτήν η άσκηση της επιμέλειας του προσώπου των ανωτέρω ανηλίκων, καθώς είναι καταλληλότερη προς τούτο, να υποχρεωθεί ο εναγόμενος να της καταβάλλει για την τακτική διατροφή των προαναφερθέντων ανήλικων τέκνων τους, λόγω του ότι αυτά στερούνται ιδίων πόρων ζωής, για χρονικό διάστημα τριών ετών από την επίδοση της αγωγής, ήτοι από την ....2017 έως την .....2020, το συνολικό ποσό των 480,00 ευρώ μηνιαίως, ήτοι το ποσό των 240,00 ευρώ μηνιαίως, για κάθε τέκνο, προκαταβολικά το πρώτο τριήμερο κάθε ημερολογιακού μήνα, με το νόμιμο τόκο από την καθυστέρηση πληρωμής κάθε μηνιαίας δόσης μέχρι την εξόφληση, να κηρυχθεί η εκδοθησόμενη απόφαση προσωρινά εκτελεστή, να απαγγελθεί προσωπική κράτηση διάρκειας έξι (6) μηνών και χρηματική ποινή 1.000 ευρώ σε βάρος του εναγόμενου, για την περίπτωση παραβίασης των διατάξεων της απόφασης που θα εκδοθεί και να καταδικασθεί ο τελευταίος στα δικαστικά της έξοδα.
Κατά τη συζήτηση της αγωγής, η οποία έχει κατατεθεί μετά την 01.01.2016 και επ' αυτής εφαρμόζονται οι διατάξεις του ΚΠολΔ, όπως αυτός τροποποιήθηκε με το ν. 4335/2015 και αρμοδίως φέρεται ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου (αρθρ. 22, 39Α, 17 § 2 και 218 § 1 ΚΠολΔ) κατά την ειδική διαδικασία των άρθρων 592 αριθ. 3, 593-602 και 610-613 ΚΠολΔ, όπως ισχύουν, οι διάδικοι παραστάθηκαν όπως αναφέρεται στο προεισαγωγικό τμήμα της παρούσας μετά των πληρεξουσίων δικηγόρων τους χωρίς όμως να καταθέσουν έγγραφες προτάσεις.
Κατά τη συζήτηση της αγωγής με σχετικές δηλώσεις των πληρεξούσιων δικηγόρων τους, που καταχωρίστηκαν στα πρακτικά δημόσιας συνεδρίασης του Δικαστηρίου αυτού, δήλωσαν ότι επιθυμούν την έκδοση απόφασης σύμφωνα με το από 20.04.2018 ιδιωτικό συμφωνητικό ρύθμισης εννόμων σχέσεων μεταξύ εν διαστάσει συζύγων, που υπογράφεται από τους ίδιους και τους πληρεξούσιους δικηγόρους τους, δυνάμει του οποίου αυτοί συμφώνησαν το μεν δικαίωμα επιμέλειας των τέκνων να ανατεθεί αποκλειστικά στον εναγόμενο, η δε εδώ ενάγουσα παραιτήθηκε από το δικαίωμα να αξιώσει διατροφή για λογαριασμό των προαναφερθέντων τέκνων.
Ωστόσο, σύμφωνα με όσα προαναφέρθηκαν στη νομική σκέψη, το παραπάνω ιδιωτικό συμφωνητικό και ανεξάρτητα του ότι η περιεχόμενη σ' αυτό συμφωνία ως προς την ανάθεση της επιμέλειας του προσώπου των ανηλίκων τέκνων τους στον εναγόμενο δεν αποτελεί αντικείμενο της αγωγής αφού ο τελευταίος δεν άσκησε το σχετικό δικαίωμά του με κάποιον έγκυρο δικονομικά τρόπο (λ.χ. ανταγωγή), θα έπρεπε να εισφερθεί στη δίκη μέσω της προβλεπομένης ως άνω διαδικασίας με υποχρεωτική κατάθεση προτάσεων, η οποία αποτελεί αναγκαίο όρο για τη νόμιμη παράσταση των διαδίκων στο δικαστήριο.
Επομένως, στην υπό κρίση αγωγή από τη μη κατάθεση έγγραφων προτάσεων εκ μέρους των διαδίκων συνάγεται ότι η παράσταση τους ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου δεν είναι προσήκουσα και συνεπώς μη δικονομικώς έγκυρη, με αποτέλεσμα, ως εκ της ερημοδικίας και των δυο διαδίκων, η συζήτηση να πρέπει να κηρυχθεί ματαιωμένη.
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΑΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
ΚΗΡΥΣΣΕΙ ματαιωμένη τη συζήτηση της υπόθεσης.
ΚΡΙΘΗΚΕ, αποφασίσθηκε και δημοσιεύτηκε στο ακροατήριο του, σε έκτακτη δημόσια συνεδρίαση, στην Λαμία στις..............2018, με την παρουσία της γραμματέως και απόντων των διαδίκων και των πληρεξουσίων δικηγόρων τους.
Η ΔΙΚΑΣΤΗΣ
Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ