29 Μαΐου 2019


ΑΡΘΡΟ 116 & 205 ΚΠολΔ (ΧΡΗΜΑΤΙΚΕΣ ΠΟΙΝΕΣ)

Απόφαση 3978/2018 ΜονΕφΑθ

(...) Περαιτέρω, στο σημείο τούτο πρέπει να επισημανθούν, ειδικότερα, τα ακόλουθα σε σχέση με τους εκατέρωθεν ισχυρισμούς των διαδίκων:  
Κατά τη διάταξη του άρθρου 205 ΚΠολΔ, όπως αυτό ισχύει μετά την αντικατάστασή του με το άρθρο πρώτο του άρθρου 1 του Ν. 4335/2015 (ΦΕΚ Α` 87 με έναρξη ισχύος, σύμφωνα με το άρθρο ένατο § 4 του αυτού άρθρου και Νόμου, από 01-01-2016) «Ο Δικαστής αυτεπαγγέλτως, με την οριστική απόφασή του, επιβάλλει στον διάδικο ή στον νόμιμο αντιπρόσωπό του ή στο δικαστικό του πληρεξούσιο, ανάλογα με την ευθύνη καθενός, χρηματική ποινή από χίλια (1.000,00) ευρώ έως δύο χιλιάδες πεντακόσια (2.500,00) ευρώ, που περιέρχεται στο δημόσιο ως δημόσιο έσοδο, αν προκύψει από τη δίκη, που έγινε, ότι, αν και το γνώριζαν: 1) άσκησαν προφανώς αβάσιμη αγωγή, ανταγωγή ή παρέμβαση ή προφανώς αβάσιμο ένδικο μέσο ή 2) διεξήγαγαν τη δίκη παρελκυστικά ή δεν τήρησαν τους κανόνες των χρηστών ηθών ή της καλής πίστης ή το καθήκον της αλήθειας. Αντίγραφο της απόφασης αυτής γνωστοποιείται αμέσως στο Υπουργείο Οικονομικών με επιμέλεια της Γραμματείας». Με τη διάταξη αυτή, η οποία εναρμονίζεται με το άρθρο 116 ΚΠολΔ, καθιερώνεται, αποκλειστικά για την εξασφάλιση της διαδικαστικής τάξεως, χωρίς καμία επίδραση στο περιεχόμενο της αποφάσεως, η υποχρέωση του Δικαστηρίου και όχι η διακριτική ευχέρεια αυτού, για την επιβολή χρηματικής ποινής, που περιέρχεται στο Ταμείο Νομικών, ως ασφαλιστικό φορέα των νομικών επαγγελμάτων, εφόσον διαπιστωθεί δικονομική συμπεριφορά, η οποία έχει αρνητική επενέργεια στην απονομή δικαιοσύνης. Η διάταξη αναφέρεται στην άσκηση προφανώς αβάσιμης αγωγής, ανταγωγής, παρεμβάσεως ή ενδίκου μέσου. Η απαρίθμηση, όμως, αυτή είναι ενδεικτική και πρέπει να γίνει δεκτό ότι, από το όλο πνεύμα και το σκοπό της διατάξεως, καταλαμβάνει κάθε μορφής αίτηση παροχής έννομης προστασίας. Ως προφανώς αβάσιμο, κατά την έννοια της διατάξεως, νοείται το μέσο προστασίας, που ασκήθηκε, ενώ ήταν απαράδεκτο ή νομικώς ή ουσιαστικώς αβάσιμο ή ισχυρισμός, που προτάθηκε, ενώ ήταν αναληθής. Το καθήκον αλήθειας επεκτείνεται και στην άρνηση ισχυρισμών. Για την επιβολή της ποινής απαιτείται εν γνώσει επιχείρηση των απαγορευμένων πράξεων και δεν αρκεί ο ενδεχόμενος δόλος και ακόμη περισσότερο η βαριά αμέλεια. Η απόρριψη της αγωγής ή του ενδίκου μέσου ως νόμω ή κατ’ ουσίαν αβάσιμου δεν υποδηλώνει και παράβαση της παραπάνω διάταξης (ΑΠ 1443/ 2014, ΑΠ 738/2012, ΜΕφΑθ 4944/2015, δημοσιευμένες στην ΤΝΠ «Νόμος»). (...) Περαιτέρω, στο σημείο τούτο πρέπει να επισημανθούν, ειδικότερα, τα ακόλουθα σε σχέση με τους εκατέρωθεν ισχυρισμούς των διαδίκων:  Κατά τη διάταξη του άρθρου 205 ΚΠολΔ, όπως αυτό ισχύει μετά την αντικατάστασή του με το άρθρο πρώτο του άρθρου 1 του Ν. 4335/2015 (ΦΕΚ Α` 87 με έναρξη ισχύος, σύμφωνα με το άρθρο ένατο § 4 του αυτού άρθρου και Νόμου, από 01-01-2016) «Ο Δικαστής αυτεπαγγέλτως, με την οριστική απόφασή του, επιβάλλει στον διάδικο ή στον νόμιμο αντιπρόσωπό του ή στο δικαστικό του πληρεξούσιο, ανάλογα με την ευθύνη καθενός, χρηματική ποινή από χίλια (1.000,00) ευρώ έως δύο χιλιάδες πεντακόσια (2.500,00) ευρώ, που περιέρχεται στο δημόσιο ως δημόσιο έσοδο, αν προκύψει από τη δίκη, που έγινε, ότι, αν και το γνώριζαν: 1) άσκησαν προφανώς αβάσιμη αγωγή, ανταγωγή ή παρέμβαση ή προφανώς αβάσιμο ένδικο μέσο ή 2) διεξήγαγαν τη δίκη παρελκυστικά ή δεν τήρησαν τους κανόνες των χρηστών ηθών ή της καλής πίστης ή το καθήκον της αλήθειας. Αντίγραφο της απόφασης αυτής γνωστοποιείται αμέσως στο Υπουργείο Οικονομικών με επιμέλεια της Γραμματείας». Με τη διάταξη αυτή, η οποία εναρμονίζεται με το άρθρο 116 ΚΠολΔ, καθιερώνεται, αποκλειστικά για την εξασφάλιση της διαδικαστικής τάξεως, χωρίς καμία επίδραση στο περιεχόμενο της αποφάσεως, η υποχρέωση του Δικαστηρίου και όχι η διακριτική ευχέρεια αυτού, για την επιβολή χρηματικής ποινής, που περιέρχεται στο Ταμείο Νομικών, ως ασφαλιστικό φορέα των νομικών επαγγελμάτων, εφόσον διαπιστωθεί δικονομική συμπεριφορά, η οποία έχει αρνητική επενέργεια στην απονομή δικαιοσύνης. Η διάταξη αναφέρεται στην άσκηση προφανώς αβάσιμης αγωγής, ανταγωγής, παρεμβάσεως ή ενδίκου μέσου. Η απαρίθμηση, όμως, αυτή είναι ενδεικτική και πρέπει να γίνει δεκτό ότι, από το όλο πνεύμα και το σκοπό της διατάξεως, καταλαμβάνει κάθε μορφής αίτηση παροχής έννομης προστασίας. Ως προφανώς αβάσιμο, κατά την έννοια της διατάξεως, νοείται το μέσο προστασίας, που ασκήθηκε, ενώ ήταν απαράδεκτο ή νομικώς ή ουσιαστικώς αβάσιμο ή ισχυρισμός, που προτάθηκε, ενώ ήταν αναληθής. Το καθήκον αλήθειας επεκτείνεται και στην άρνηση ισχυρισμών. Για την επιβολή της ποινής απαιτείται εν γνώσει επιχείρηση των απαγορευμένων πράξεων και δεν αρκεί ο ενδεχόμενος δόλος και ακόμη περισσότερο η βαριά αμέλεια. Η απόρριψη της αγωγής ή του ενδίκου μέσου ως νόμω ή κατ’ ουσίαν αβάσιμου δεν υποδηλώνει και παράβαση της παραπάνω διάταξης (ΑΠ 1443/ 2014, ΑΠ 738/2012, ΜΕφΑθ 4944/2015, δημοσιευμένες στην ΤΝΠ «Νόμος»).
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
(...) Επιβάλλει σε βάρος των εναγόντων-εκκαλούντων και του πληρεξουσίου Δικηγόρου τους χρηματική ποινή ποσού χιλίων (1.000,00) ευρώ, επιμεριζόμενη συμμέτρως μεταξύ αυτών, ως ποινή τάξης για παράβαση των χρηστών ηθών, της καλής πίστης και του καθήκοντος αλήθειας, η οποία θα περιέλθει στο ελληνικό δημόσιο ως δημόσιο έσοδο. 
Επιβάλλει σε βάρος της εναγόμενης-εφεσίβλητης και της πληρεξούσιας Δικηγόρου της χρηματική ποινή ποσού χιλίων (1,000,00) ευρώ, επιμεριζόμενη συμμέτρως μεταξύ αυτών, ως ποινή τάξης για παράβαση των χρηστών ηθών, της καλής πίστης και του καθήκοντος αλήθειας, η οποία θα περιέλθει στο Ελληνικό Δημόσιο ως δημόσιο έσοδο. 
Διατάσσει την άμεση γνωστοποίηση αντιγράφου της παρούσας απόφασης στο Υπουργείο Οικονομικών με επιμέλεια της Γραμματείας του Δικαστηρίου τούτου. 
Επιβάλλει σε βάρος των εναγόντων-εκκαλούντων τα δικαστικά έξοδα της εναγομένης - εφεσίβλητης για τον παρόντα βαθμό δικαιοδοσίας, τα οποία ορίζει στο ποσό των επτακοσίων (700,00) ευρώ.    
ΔΙΚΑΣΤΙΚΟΣ & ΕΞΩΔΙΚΟΣ ΣΥΜΒΙΒΑΣΜΟΣ
ΕφΑθ 5561/2000
Εισηγητής: Αντώνιος Ζευγώλης.
Απόσπασμα : .....................................................
Οπως σαφώς προκύπτει από τις διατάξεις των άρθρων 293, 904 παρ. 2 εδ. γ` ΚΠολΔ και 871 του ΑΚ, εφόσον τηρηθούν οι πανηγυρικές διατυπώσεις που αναφέρονται στις διατάξεις του πρώτου των ως άνω άρθρων, η σύμβαση του δικαστικού συμβιβασμού που καταρτίζεται συνεπάγεται, αφενός μεν την κατάργηση της δίκης που εκκρεμεί μεταξύ των συμβαλλομένων (ΑΠ 927/1988 ΕλλΔνη 31. 57, ΕφΑθ 8919/1989 ΕΔΠ 1990/37, ΕφΘεσ 199/1986 ΕλλΔνη 28.321, ΕφΑθ 8999/1984 ΝοΒ 33.299, ΕφΠειρ 1024/1985 ΝοΒ 34.91), αφετέρου στην εκτελεστότητα (ΟλΑΠ 2092/1988 ΝοΒ 35.1629, ΑΠ 1220/1980 ΝοΒ 29.548, ΕφΘεσ 199/86 ο.Π., ΕφΠειρ 1024/1985 ο.π.). Ομως, ο, κατά την διάρκεια της δίκης χωρίς τις διατυπώσεις του άρθρου 293 ΚΠολΔ, καταρτιζόμενος εξώδικος συμβιβασμός, δεν καταργεί μεν τη δίκη, αν όμως ο εξώδικος αυτός συμβιβασμός μεταπέσει σε δικαστικό δια της επαναλήψεως υπό των διαδίκων της εξώδικης συμφωνίας τους στο δικαστήριο ή στο συμβολαιογράφο, επέρχεται και πάλι κατάργηση της δίκης αλλά από του χρόνου που οι δηλώσεις τους θα καταχωρηθούν στα πρακτικά ή σε συμβολαιογραφικό έγγραφο και όχι από το χρόνο κατάρτισης του εξώδικου συμβιβασμού (Βαθρακοκοίλη ΕρμΚωδΠολΔ υπό το άρθρο 293 σημ. 62). Ως προς την πρώτη των ως άνω συνεπειών, την κατάργηση δηλαδή της δίκης, αυτή επέρχεται αυτοδικαίως, χωρίς πρόσθετη δικαιοπρακτική δήλωση βουλήσεως των διαδίκων ή ενέργεια του δικαστηρίου, καθόσον η συνέπεια αυτή επέρχεται από το νόμο στον οποίο ρητώς διαγράφεται, έχει δε περαιτέρω τα αποτελέσματα τα οποία επίσης διαγράφονται στο νόμο (άρθρο 295 παρ. 1 ΚΠολΔ), θεωρείται δηλαδή ότι η αγωγή, ανακοπή κ.λ.π. δεν ασκήθηκε και αίρονται οι συνέπειές τους (ΑΠ 992/1986 ΝοΒ 35.1226 ΑΠ 905/1980 ΕΕΝ 48.47, ΕφΑθ 2596/1990 ΕλλΔνη 31.1498). Εξάλλου, ο δικαστικός συμβιβασμός, που κατά βάση αποτελεί σύμβαση του ουσιαστικού δικαίου και του οποίου οι συνέπειες είναι αποτέλεσμα της σύμπτωσης των δηλώσεων βουλήσεως των διαδίκων, δεν εξομοιώνεται με δικαστική απόφαση η οποία περιέχει κρίση για τη ζητούμενη δικαστική προστασία και ακριβώς επιφέρει τις συνέπειές της απ` αυτήν την κρίση και επομένως, δεν μπορεί να γίνεται λόγος για τελεσιδικία στην περίπτωση του δικαστικού συμβιβασμού, αφού κατά την έννοια του νόμου (άρθρο 321 ΚΠολΔ) τελεσιδικία σημαίνει το απρόσβλητο των δικαστικών αποφάσεων με τακτικά ένδικα μέσα, ενώ ο δικαστικός συμβιβασμός είναι απρόσβλητος από ένδικα μέσα και δεν δημιουργεί ουσιαστικό δεδικασμένο (ΑΠ 499/1979 ΝοΒ 28.1031, ΑΠ 1412/1979 ΕΕΝ 1980.151, ΕφΘεσ 199/1986 ΕλλΔνη 28.321, ΕφΘεσ 345/1963 Αρμ. 1963.704, ΕφΑθ 8919/1989 ΕΔΠ 1990.37). Ούτε όμως και η παραίτηση από του δικογράφου της αγωγής, ανακοπής κ.λ.π. ή του δικαιώματος που ασκήθηκε μ` αυτά, η οποία επιχειρείται με δικαστικό συμβιβασμό έχει σαν αποτέλεσμα την τελεσιδικία και την παραγωγή δεδικασμένου, αφού δεν υφίσταται απόφαση, μόνη δε συνέπεια και στις περιπτώσεις αυτές είναι η κατάργηση της δίκης που ανοίχθηκε με τα σχετικά δικόγραφα (άρθρα 295, 296, 299 ΚΠολΔ). Ετσι, αν στα πλαίσια του δικαστικού συμβιβασμού που επιχειρείται με συμβολαιογραφικό έγγραφο, ενόψει της εκκρεμούσης δίκης που ανοίχθηκε με ανακοπή του άρθρου 632 παρ. 1 ΚΠολΔ, ο ανακόπτων παραιτηθεί από του δικογράφου της ανακοπής ή και του δικαιώματος που ασκείται μ` αυτήν, η παραίτηση μεν αυτή είναι ισχυρά και επιφέρει την κατάργηση της δίκης (άρθρα 295, 296, 299 ΚΠολΔ), σε τρόπον ώστε να θεωρείται ότι δεν ασκήθηκε ποτέ, δεν παράγεται όμως συνεπεία της παραιτήσεως αυτής και της καταργήσεως της δίκης δεδικασμένο, ούτε δημιουργείται τελεσιδικία, σε τρόπον ώστε να θεωρείται ότι επέρχεται τελεσίδικη επιδίκαση της απαίτησης που επιδικάζεται με την ανακοπτομένη διαταγή πληρωμής. Μόνο δε μετά την επίδοση εκ νέου της διαταγής πληρωμής, εφόσον πλέον θεωρείται ότι η ανακοπή του άρθρου 632 παρ. 1 ΚΠολΔ κατ` αυτής δεν ασκήθηκε ποτέ και την πάροδο άπρακτης της προθεσμίας των δέκα ημερών που προβλέπεται στο άρθρο 633 παρ. 2 ΚΠολΔ χωρίς να ασκηθεί ανακοπή κατά τις διατάξεις του άρθρου αυτού, επέρχεται τελεσίδικη επιδίκαση της απαίτησης που επιδικάζεται με τη διαπάνη πλnρωμής.

04 Μαΐου 2019

NOMOΣ ΥΠ’ ΑΡΙΘΜ. 4596/2019  (ΦΕΚ Α΄,32/25-2-2019)  
Κύρωση του Πρωτοκόλλου υπ' αριθμ,. 16 στη Σύμβαση για την Προάσπιση των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου και των Θεμελιωδών Ελευθεριών
Άρθρο 6
Τεκμήριο Αθωότητας
Στον Κώδικα Ποινικής Δικονομίας προστίθεται άρθρο 72Α, ως εξής:

"Άρθρο 72Α
Τεκμήριο αθωότητας
Οι ύποπτοι ή κατηγορούμενοι τεκμαίρονται αθώοι μέχρι να αποδειχθεί η ενοχή τους σύμφωνα με το νόμο αυτό."

********************************************************************************

ΑΠΟΦΑΣΗ αριθμ. Γ5α/Γ.Π.οικ.24768/29-3-2019 (ΦΕΚ Β΄/1337/22-4-2019)
Καθορισμός δικαιολογητικών, διαδικασίας, όρων και προϋποθέσεων για τη χορήγηση βεβαίωσης άσκησης ιατρικού επαγγέλματος καθώς και τίτλου ιατρικής ειδικότητας.

΄Αρθρο 4
ΑΝΑΣΤΟΛΗ ΒΕΒΑΙΩΣΗΣ ΑΣΚΗΣΗΣ ΤΟΥ ΙΑΤΡΙΚΟΥ ΕΠΑΓΓΕΛΜΑΤΟΣ

1. Η ισχύς της βεβαίωσης αναστέλλεται από τον Π.Ι.Σ. αν:
α. επιβληθεί στο ιατρό πειθαρχική ποινή στέρησης του δικαιώματος της άσκησης του ιατρικού επαγγέλματος για ορισμένο χρονικό διάστημα, από το Α.Π.Σ.Ι. ή από το Πρωτοβάθμιο Πειθαρχικό Συμβούλιο του οικείου Ιατρικού Συλλόγου,
β. για ορισμένο χρονικό διάστημα ο ιατρός στερηθεί τα πολιτικά του δικαιώματα και για όσο χρόνο διαρκεί η στέρηση αυτή, 
γ. ασκηθεί ποινική δίωξη εναντίον του ιατρού για τα αδικήματα της περίπτωσης ε΄ του άρθρου 114 του ν.4600/2019 (ΦΕΚ 43Α΄). Στην περίπτωση αυτή η αναστολή διαρκεί μέχρι την έκδοση της σχετικής αμετάκλητης δικαστικής απόφασης.