08 Απριλίου 2025

ΥΠΟΧΡΕΩΤΙΚΗ ΠΡΟΦΟΡΙΚΗ ΣΥΖΗΤΗΣΗ ΣΕ ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΕΠΙ ΕΡΗΜΗΝ ΑΠΟΦΑΣΕΩΣ ΣΤΟΝ ΠΡΩΤΟ ΒΑΘΜΟ

 ΑΠΟΦΑΣΗ 1288/2025 ΤΡΙΜΕΛΟΥΣ ΕΦΕΤΕΙΟΥ ΑΘΗΝΩΝ

Από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 524 παρ. 1 και 2 και 528 ΚΠολΔ, όπως αυτά ισχύουν μετά την αντικατάστασή τους με τα άρθρα τρίτο του Ν. 4335/2015, 28 του Ν. 4842/2021 και 44 παρ. 2 του Ν. 3994/2011, προκύπτει ότι η προφορική συζήτηση ενώπιον των δευτεροβάθμιων δικαστηρίων είναι υποχρεωτική μόνο στην περίπτωση, κατά την οποία η έφεση κατά της πρωτόδικης απόφασης ασκήθηκε από το διάδικο που δικάστηκε στον πρώτο βαθμό ερήμην, οπότε, με την τυπική παραδοχή της έφεσης, η οποία λειτουργεί ως υποκατάστατο της καταργηθείσας αναιτιολόγητης ανακοπής ερημοδικίας, εξαφανίζεται η πρωτόδικη απόφαση μέσα στα όρια που καθορίζονται από την έφεση και τους πρόσθετους λόγους, χωρίς να απαιτείται να ευδοκιμήσει προηγουμένως κάποιος λόγος της έφεσης και αναδικάζεται η υπόθεση από το εφετείο, η συζήτηση ενώπιον του οποίου γίνεται πλέον προφορικά. Κατά συνέπεια, στην περίπτωση αυτή, που είναι υποχρεωτική η προφορική συζήτηση ενώπιον του εφετείου, δεν έχει εφαρμογή η διάταξη του άρθρου 242 παρ. 2 ΚΠολΔ και έτσι δεν είναι επιτρεπτή η παράσταση κατά τη συζήτηση με κοινή δήλωση των διαδίκων, που υπογράφεται από τους πληρεξούσιους δικηγόρους τους ή με δήλωση του ενός ή ορισμένων μόνο πληρεξουσίων ότι δεν θα παραστούν κατά την εκφώνηση. Η απαγόρευση της παράστασης με δήλωση πληρεξούσιου δικηγόρου στην περίπτωση του άρθρου 528 ΚΠολΔ, ισχύει όχι μόνο για το διάδικο, ο οποίος δικάστηκε ερήμην στον πρώτο βαθμό σαν να ήταν παρών ή ενόψει της ισχύος κατά το χρόνο συζήτησης της αγωγής στον πρώτο βαθμό είχε συναχθεί σε βάρος του το τεκμήριο σιωπηρής ομολογίας ή παραίτησης ως προς την αγωγή (άρθρα 271 παρ. 3 και 272 παρ. 1 ΚΠολΔ) και με την έφεση ο εκκαλών ζητεί την ανατροπή του τεκμηρίου αυτού, οπότε η εκκαλουμένη απόφαση εξαφανίζεται αμέσως χωρίς έρευνα των λόγων της έφεσης, αλλά και για τον αντίδικό του, ο οποίος είχε παραστεί κανονικά στον πρώτο βαθμό, γιατί διαφορετικά προφορική συζήτηση δεν νοείται, ώστε να παρέχεται η δυνατότητα της εκατέρωθεν ακρόασης και κατ' αντιδικία συζήτησης της υπόθεσης (άρθρο 20 παρ. 2 Συντ), αλλά και επιβάλλεται για να εξασφαλίζεται η ισότητα των όπλων (άρθρο 110 ΚΠολΔ) και η αρχή της δίκαιης δίκης, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 6 της ΕΣΔΑ (ΑΠ 491/2023, ΤΝΠ Νόμος, ΑΠ 131/2022, ΤΝΠ Νόμος, ΑΠ 724/2021, ΤΝΠ Νόμος, ΑΠ 635/2020, ΤΝΠ Νόμος, ΑΠ 1478/2019, ΤΝΠ Νόμος). Επομένως, όταν ασκείται έφεση από διάδικο που δικάστηκε ερήμην στον πρώτο βαθμό, μετά την έναρξη της ισχύος του Ν. 2915/2001, ήτοι από ευχέρεια των πληρεξουσίων δικηγόρων των διαδίκων να προκαταθέσουν δήλωση ότι δεν θα παραστούν κατά την εκφώνηση της υπόθεσης (ΑΠ 131/2022, ο.α., ΑΠ 1478/2019, ο.α.)· Η υποβολή τέτοιας δήλωσης από μη παριστάμενο πληρεξούσιο δικηγόρο διαδίκου κατά την εκφώνηση της υπόθεσης, για την οποία είναι υποχρεωτική η προφορική συζήτηση, συνιστά μη προσήκουσα παράσταση αυτού, έστω και αν έχει καταθέσει προτάσεις, συνεπαγόμενη την ερημοδικία του, με αποτέλεσμα οι προτάσεις του και οι σε αυτές περιεχόμενοι αυτοτελείς ισχυρισμοί, καθώς και τα επικαλούμενα και προσκομιζόμενα αποδεικτικό μέσα, να μην λαμβάνονται υπόψη (ΑΠ 2150/2014, ΤΝΠ Νόμος, ΑΠ 93/2013, ΤΝΠ Νόμος, ΜονΕφΑΘ 220/2022, ΤΝΠ Νόμος, ΜονΕφΠειρ 160/2022, ΤΝΠ Νόμος). Εάν ο μη προσήκοντος παριστάμενος και γι' αυτό ερήμην δικαζόμενος διάδικος είναι ο εφεσίβλητος, τότε εφαρμόζονται ως προς την έφεση οι διατάξεις για την ερημοδικία του. Ειδικότερα, από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 271, 272 παρ. 1 και 524 παρ. 1 και 4 ΚΠολΔ προκύπτει ότι αν ο εφεσίβλητος δεν εμφανιστεί ή δεν λάβει μέρος κανονικά στη συζήτηση, το δευτεροβάθμιο δικαστήριο έχει υποχρέωση να ερευνήσει αυτεπαγγέλτως, αν αυτός επισπεύδει τη συζήτηση ή αν κλητεύθηκε νόμιμα και εμπρόθεσμα. Αν κατά τη συζήτηση της έφεσης ερημοδικεί ο εφεσίβλητος, η διαδικασία προχωρεί σαν να ήταν και αυτός παρών, εφόσον ο ίδιος επέσπευσε τη συζήτηση ή κλήθηκε νόμιμα και εμπρόθεσμα να παραστεί σε αυτή. Αν ο εφεσίβλητος δεν κλητεύθηκε ή δεν κλητεύθηκε νομίμως ή εμπροθέσμως, το δικαστήριο κηρύσσει απαράδεκτη τη συζήτηση. Σε περίπτωση επομένως, ερημοδικίας του εφεσίβλητου, η διαδικασία ως προς την έφεση, προχωρεί, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 524 παρ. 4 εδ. α' ΚΠολΔ, σαν να ήταν και αυτός παρών, ενώ το δικαστήριο λαμβάνει υπόψη το εισαγωγικό δικόγραφο της δίκης, τις προτάσεις που κατατέθηκαν στην πρωτοβάθμια δίκη από το διάδικο που δεν εμφανίσθηκε, καθώς και τα πρακτικά και τις εκθέσεις που λήφθηκαν κατ' αυτή, τα οποία είναι υποχρεωμένος να προσκομίσει μέσα σε πέντε ημέρες από τη συζήτηση ο παριστάμενος διάδικος, διαφορετικά κηρύσσεται απαράδεκτη η συζήτηση (ΜονΕφΑΘ 82/2020, ΤΝΠ Νόμος, ΜονΕφΑΘ 748/2020, ΤΝΠ Νόμος, ΜονΕφΠειρ 124/2022, ΤΝΠ Νόμος, ΕφΠειρ 351/2021, ΤΝΠ Νόμος, ΕφΠειρ 246/2020, ΤΝΠ Νόμος).

Στην προκειμένη περίπτωση, εισάγεται προς συζήτηση η υπό κρίση έφεση του εκκαλούντος - ενάγοντος κατά της με αριθμό 3104/2023 οριστικής απόφασης του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, η οποία εκδόθηκε ερήμην αυτού κατά την τακτική διαδικασία και απέρριψε την από 03-12-2020 και με Α.Κ.Δ. 12119/381/2020 αγωγή του. Όπως προκύπτει από τον με αριθμό κατάθεσης δικογράφου 9386/7059/2023 στη γραμματεία του παρόντος Δικαστηρίου και την από 14-11-2023 πράξη της αρμόδιας γραμματέα αυτού, ο προσδιορισμός της συζήτησης της έφεσης έγινε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του εκκαλούντα, Αθανάσιο Αλεξόπουλο, που είχε συντάξει και καταθέσει την πιο πάνω αγωγή ενώπιον της γραμματείας του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου. Περαιτέρω, από την με αριθμό 1233Β/24-11-2023 έκθεση επίδοσης της Δικαστικής Επιμελήτριας της περιφέρειας του Εφετείου Αθηνών, με έδρα το Πρωτοδικείο Αθηνών, Ευγενίας ***********, που επικαλείται και προσκομίζει ο επισπεύδων τη συζήτηση της έφεσης εκκαλών, ο οποίος κατέθεσε προτάσεις και εκπροσωπήθηκε από τον πιο πάνω πληρεξούσιο δικηγόρο του, προκύπτει ότι ακριβές αντίγραφο της κρινόμενης έφεσης, με την προαναφερόμενη πράξη ορισμού δικασίμου και κλήση προς συζήτηση, για τη δικάσιμο που αναφέρεται στην αρχή της παρούσας απόφασης, επιδόθηκε νομότυπα και εμπρόθεσμα στην εφεσίβλητη (άρθρα 122 παρ. 1, 123, 124 παρ. 1 και 2, 125, 126 παρ. 1 σι. α', 127 παρ. 1, 128, 226 και 498 ΚΠολΔ).Κατά την εκφώνηση όμως και συζήτηση της υπόθεσης με τη σειρά της από το οικείο πινάκιο, η εφεσίβλητη εκπροσωπήθηκε από την πληρεξούσια δικηγόρο της Κωνσταντίνα ***********, με την από 25-09-2024 δήλωση που προκατέθεσε, σύμφωνα με ίο άρθρο 242 παρ. 2 ΚΠολΔ. Ωστόσο, η προσβαλλόμενη απόφαση, ως προς τον εκκαλούντα - ενάγοντα εκδόθηκε ερήμην του, με αποτέλεσμα να είναι, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 524 παρ. 1 και 2 και 528 ΚΠολΔ, υποχρεωτική η προφορική συζήτηση της υπόθεσης ως προς αυτόν και την εφεσίβλητη - εναγόμενη ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου και να μην εφαρμόζεται η διάταξη του άρθρου 242 παρ. 2 ΚΠολΔ. Συνακόλουθα, εφόσον δεν είναι επιτρεπτή η εμφάνιση της εφεσίβλητης κατά τη συζήτηση της κρινόμενης έφεσης, με την προαναφερόμενη έγγραφη δήλωση που υπογράφεται από την ανωτέρω πληρεξούσια δικηγόρο της, βάσει της οποίας δεν θα παρασταθεί κατά την εκφώνησή της, αυτή δεν έλαβε μέρος κανονικά στην δίκη, έστω και αν κατέθεσε προτάσεις. Επομένως, εφόσον κατά την εκφώνηση της υπόθεσης η εφεσίβλητη εμφανίστηκε, πλην, όμως, δεν μετείχε κανονικά σιη συζήτησή της, πρέπει, σύμφωνα με τις προπαρατεθείσες νομικές σκέψεις, να δικαστεί ερήμην, να προχωρήσει όμως η διαδικασία σαν να ήταν όλοι οι διάδικοι παρόντες, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 524 παρ. 4 εδ. α’ ΚΠολΔ, χωρίς να ληφθούν υπόψη οι προτάσεις της και οι σε αυτές περιεχόμενοι αυτοτελείς ισχυρισμοί της, καθώς και τα επικαλούμενα από αυτήν και προσκομιζόμενα αποδεικτικά μέσα. Εξάλλου, για το παραδεκτό της συζήτησης της έφεσης, ο παριστάμενος εκκαλών προσκόμισε εντός της προβλεπόμενης νόμιμης προθεσμίας των πέντε ημερών από τη συζήτησή της, αντίγραφα της αγωγής, των προτάσεων της εφεσίβλητης που είχε καταθέσει στην πρωτοβάθμια δίκη και των πρακτικών, που τηρήθηκαν κατ' αυτήν, σύμφωνα με το άρθρο 524 παρ. 4 εδ. γ' ΚΠολΔ.

Σύμφωνα με την διάταξη του άρθρου 528 ΚΠολΔ, όπως ισχύει μετά την αντικατάστασή του από το άρθρο 44 παρ. 2 του Ν. 3994/2011, «Αν ασκηθεί έφεση από τον διάδικο που δικάσθηκε ερήμην, η εκκαλούμενη απόφαση εξαφανίζεται μέσα στα όρια που καθορίζονται από την έφεση και τους προσθετούς λόγους, ανεξάρτητα από τη διαδικασία που τηρήθηκε. Ο εκκαλών δικαιούται να προβάλει όλους τους ισχυρισμούς που μπορούσε να προτείνει πρωτοδίκως». Από τη διάταξη αυτή προκύπτει ότι, αν ασκηθεί έφεση κατά ερήμην απόφασης, η οποία λειτουργεί ως υποκατάστατο της καταργηθείσας αναιτιολόγητης ανακοπής ερημοδικίας, εξαφανίζεται η εκκαλούμενη απόφαση μέσα στα όρια του μεταβιβαστικού αποτελέσματος της έφεσης, χωρίς έρευνα των λόγων της (ΑΠ 724/2021, ο.α., ΑΠ 635/2020, ο.α., ΑΠ 1478/2019, ο.α., ΑΠ 476/2017, ΤΝΠ Νόμος, ΑΠ 11/2016, ΤΝΠ Νόμος) και ο εκκαλών δικαιούται να προβάλει με τα δικόγραφα της έφεσης και των πρόσθετων λόγων της, καθώς και με τις προτάσεις του όλους τους ισχυρισμούς που μπορούσε να προβάλει και πρωτόδικός, χωρίς να υπόκειται στους περιορισμούς του άρθρου 527 ΚΠολΔ (ΑΠ 381/2023, ΤΝΠ Νόμος, ΑΠ 65/2022, ΤΝΠ Νόμος, ΑΠ 1461/2021, ΤΝΠ Νόμος, ΑΠ 538/2019, ΤΝΠ Νόμος, ΑΠ 1075/2013, ΤΝΠ Νόμος). Του παρέχεται δηλαδή η ευκαιρία, δεδομένου ότι δεν εμφανίστηκε στο ακροατήριο του πρωτοβαθμίου δικαστηρίου, αλλά δικάστηκε ερήμην, εντός των ορίων του μεταβιβαστικού αποτελέσματος της έφεσης, να ακουστεί και να προβάλει στο εφετείο όσους ισχυρισμούς μπορούσε να προτείνει πρωτοδίκως, επανορθώνοντας με την έφεση τις συνέπειες που η απουσία του ενδεχομένως επέφερε (ΑΠ 381/2023, ο.α., ΑΠ 131/2022, ο.α., ΑΠ 229/2020, ΤΝΠ Νόμος, ΑΠ 230/2020, ΤΝΠ Νόμος, ΑΠ 985/2015, ΤΝΠ Νόμος).Επομένως, για την εξαφάνιση της πρωτόδικης απόφασης, εφόσον αυτή εκδόθηκε ερήμην του διαδίκου, δεν απαιτείται να ευδοκιμήσει προηγουμένως κάποιος λόγος της έφεσης, αλλά αρκεί η «τυπική» παραδοχή της, κατά το άρθρο 532 ΚΠολΔ, δηλαδή η εμπρόθεσμη και παραδεκτή άσκησή της (ΑΠ 285/2023, ΤΝΠ Νόμος, ΑΠ 368/2021, ΤΝΠ Νόμος, ΑΠ 1055/2021, ΤΝΠ Νόμος, ΑΠ 579/2018, ΤΝΠ Νόμος, ΑΠ 546/2014, ΤΝΠ Νόμος), καθόσον αυτή έχει τα αποτελέσματα της καταργηθείσας αναιτιολόγητης ανακοπής ερημοδικίας (ΑΠ 816/2020, ΤΝΠ Νόμος, ΑΠ 1478/2019, ο.α., ΑΠ 476/2017, ο.α., ΑΠ 2150/2014, ο.α., ΑΠ 907/2014, ΤΝΠ Νόμος). Σε αντίθεση με την έφεση κατά αντιμωλία αποφάσεων, στην πραγματικότητα κατά κανόνα δεν προσάπτεται κάποιο «σφάλμα» στην ερήμην εκκαλουμένη απόφαση, αφού αυτή εκδόθηκε χωρίς να ληφθούν υπόψη οι ισχυρισμοί του ερημοδικασθέντος διαδίκου, ώστε με την κρίση σχετικά με το νομότυπο της άσκησης της έφεσης να εξαφανίζεται αυτόθροα η πρωτόδικη απόφαση όχι γιατί η τελευταία είναι «εσφαλμένη», αλλά γιατί εκδόθηκε ερήμην του εκκαλούντος και συνακόλουθα να μην απαιτείται η διάγνωση της βασιμότητας κάποιου λόγου έφεσης, αφού η τελευταία, όπως προαναφέρθηκε, λειτουργεί ως αναιτιολόγητη ανακοπή ερημοδικίας. Επίσης, η διαφορετική διατύπωση του άρθρου 528 ΚΠολΔ σε αντιπαραβολή με το άρθρο 535 ΚΠολΔ, το οποίο προϋποθέτει τη βασιμότητα κάποιου λόγου έφεσης, για να εξαφανιστεί η απόφαση, καταδεικνύει τη σαφή διαφοροποίηση των δύο περιπτώσεων (ΑΠ 546/2014, ο.α., ΑΠ 1015/2005, ΕλλΔνη 2005.1101). Ειδικότερα, εάν ο εκκαλών ήταν ο ενάγων που ερημοδικάστηκε, αν αυτός με την έφεσή του πλήττει την απόφαση στο σύνολό της, επικαλούμενος βασιμότητα της αγωγής του και προβάλλοντας εσφαλμένη εκτίμηση των αποδείξεων ως προς την απόρριψή της ή στο πλαίσιο της τακτικής διαδικασίας αμφισβητεί το τεκμήριο της παραίτησης από την αγωγή ή ζητεί την ανατροπή του τεκμηρίου της παραίτησης από την αγωγή, που είχε συναχθεί από την ερημοδικία του, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 271 και 272 ΚΠολΔ, τότε η εκκαλούμενη απόφαση εξαφανίζεται στο σύνολό της ως προς όλες τις διατάξεις της (ΑΠ 2150/2014, ο.α., ΕφΠειρ 33/2021, ΤΝΠ Νόμος, ΜονΕφΠειρ 10/2017, ΤΝΠ Νόμος, ΕφΠειρ 123/2016, ΤΝΠ Νόμος, ΕφΘεσ 1376/2003, ΕλλΔνη 2004.557, ΕφΘεσ 2081/2003, Αρμ 2004.114). Μετά την εξαφάνιση της πρωτόδικης απόφασης, αναδικάζεται η υπόθεση από το εφετείο, το οποίο μετατρέπεται ουσιαστικά σε πρωτοβάθμιο  δικαστήριο (ΑΠ 285/2023, ο.α., ΑΠ  579/2018, ο.α., ΑΠ 495/2017, Αρμ 2017.1515).

 

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου